- ἐπόπισθεν
- ἐπ-όπισθεν, von hinten her, hinter, nach
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επόπισθεν — ἐπόπισθεν και ἐπ’ ὄπισθεν (Α) από πίσω, κατόπιν … Dictionary of Greek
ἐπόπισθεν — coming after indeclform (adverb) ἐποπίζομαι regard with awe aor ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όπισθεν — (ΑΜ ὄπισθεν, Α, πριν από σύμφ., και ὄπισθε, ποιητ. τ. ὄπιθε[ν], αιολ. και δωρ. τ. ὄπισθα) (επίρρ. τοπ.) 1. στο πίσω μέρος, πίσω, από πίσω («προσελθοῡσα ὄπισθεν ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (ως ουδ. πληθ. ουσ.) τα όπισθεν τα πίσω … Dictionary of Greek